Rozrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαριστώ, καταστρέφω, αντεπίθεση, διάλειμμα, αναδημιουργώ, αποσπώ, σπάζω, σκίζω, διάλλειμα, διασπώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bosko στα ελληνικά - θεϊκά, θεία, divinely, θεϊκή, ουράνια
- cieniować στα ελληνικά - απόχρωση, σκιά, ρυθμίζουν, διαμορφώνουν, διαμορφώνει, τροποποιούν, ρυθμίζει
- detronizacja στα ελληνικά - εκθρόνιση, εκθρόνισή, την εκθρόνισή, καθαίρεσή, την εκθρόνιση
- gałęzisty στα ελληνικά - branchy, κλαδιά
Τυχαίες λέξεις
Rozrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαριστώ, καταστρέφω, αντεπίθεση, διάλειμμα, αναδημιουργώ, αποσπώ, σπάζω, σκίζω, διάλλειμα, διασπώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: αναπαριστώ, καταστρέφω, αντεπίθεση, διάλειμμα, αναδημιουργώ, αποσπώ, σπάζω, σκίζω, διάλλειμα, διασπώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί