Rozszerzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: rozszerzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευρύνω, εκτείνομαι, πλαταίνω, επεκτείνω, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beznamiętność στα ελληνικά - απάθεια, η απάθεια, απάθειας, απαθείας, νήψης
- dyspozycyjność στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
- egotysta στα ελληνικά - εγωιστής, εγωιστή, egotist
- fonon στα ελληνικά - phonon, φονονίων, φωνονίων, φωνονίου, φονονίου
Τυχαίες λέξεις
Rozszerzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευρύνω, εκτείνομαι, πλαταίνω, επεκτείνω, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: διευρύνω, εκτείνομαι, πλαταίνω, επεκτείνω, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί