Rzutować στα ελληνικά

Μετάφραση: rzutować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτελείο, βολή, πετώ, ρίξιμο, σχέδιο, πρόγραμμα, έργο, έργου, σχεδίου
Rzutować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czytelnie στα ελληνικά - ευανάγνωστα, ευανάγνωστο, ευανάγνωστη, τρόπο ευανάγνωστο, ευανάγνωστους
  • dymić στα ελληνικά - ενοχλώ, καπνοί, καπνίζω, παρενοχλώ, ερεθίζω, καυσαέριο, καπνός, ...
  • eksternistyczny στα ελληνικά - εκτός των τειχών, εξωσχολικού, τειχών, εκτός των τειχών της, εξωτοιχωματικής
  • eufonia στα ελληνικά - ευφωνία, ευφωνίας
Τυχαίες λέξεις
Rzutować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτελείο, βολή, πετώ, ρίξιμο, σχέδιο, πρόγραμμα, έργο, έργου, σχεδίου