Sędziwy στα ελληνικά
Μετάφραση: sędziwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαιός, γέρος, ηλικιωμένος, σεπτός, γέρικος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyklina στα ελληνικά - αντίκλινο, αντικλινική, anticline, αντικλίνου
- czernieć στα ελληνικά - αμαυρώνω, λερώνω, μαυρίσει, αμαυρώνουν, στιγματίζουν, αμαυρώσει
- dźgnięcie στα ελληνικά - σπρώχνω, δουλειά, μπήγω, μαχαιρώνω, ώθηση, μπηχτή, χωμένος, ...
- intrygowanie στα ελληνικά - ραδιουργία, δολοπλοκία, περιέργεια, intrigued, κέντρισε το ενδιαφέρον, κίνησε την περιέργεια, περίεργος
Τυχαίες λέξεις
Sędziwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρος, ηλικιωμένος, σεπτός, γέρικος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρος, ηλικιωμένος, σεπτός, γέρικος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία