Skląć στα ελληνικά
Μετάφραση: skląć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atrofia στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- bielnik στα ελληνικά - bleachery
- budżetowy στα ελληνικά - χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
- firmament στα ελληνικά - ουρανός, ουράνιος θόλος, στερέωμα, στερεώματος, το στερέωμα
Τυχαίες λέξεις
Skląć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν