Skompromitować στα ελληνικά

Μετάφραση: skompromitować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Skompromitować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arabeska στα ελληνικά - αραβούργημα, Arabesque, αραμπέσκ, αραβουργήματα, αραβουργικών
  • dmuchawa στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, φυσητήρας, Ανεμιστήρας, φυσητήρα, Blower, ...
  • glon στα ελληνικά - άλγη, φύκι, φύκος, φυκιού, φύκους
  • iłowiec στα ελληνικά - claystone
Τυχαίες λέξεις
Skompromitować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση