Skrzyczeć στα ελληνικά
Μετάφραση: skrzyczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμή, αναλογία, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, κουρέλι, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anglizować στα ελληνικά - Anglicize
- barman στα ελληνικά - μπάρμαν, BarTender, του BarTender, το BarTender
- chlorownik στα ελληνικά - Χλωριοτές, χλωριωτές, χλωριωτή, Δοσίμετρα χλωριού, χλωριού
- handlarz στα ελληνικά - έμπορος, βιοτέχνης, έμπορο, τεχνίτη, εμπόρου
Τυχαίες λέξεις
Skrzyczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμή, αναλογία, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, κουρέλι, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
Μεταφράσεις: τιμή, αναλογία, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, κουρέλι, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα