Smołować στα ελληνικά

Μετάφραση: smołować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναύτης, πίσσα, κλυδωνίζομαι, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
Smołować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • błędnie στα ελληνικά - στραβά, λάθος, λανθασμένος, άδικο, κακό, εσφαλμένος
  • czcionka στα ελληνικά - τυπώνω, είδος, γραμματοσειρά, δακτυλογραφώ, πηγή, εμπριμέ, χαρακτήρας, ...
  • departament στα ελληνικά - τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
  • depersonalizacja στα ελληνικά - αποπροσωποποίηση, αποπροσωποποίησης, η αποπροσωποποίηση
Τυχαίες λέξεις
Smołować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναύτης, πίσσα, κλυδωνίζομαι, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα