Sprostować στα ελληνικά
Μετάφραση: sprostować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικρούω, αναιρώ, διορθώνω, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις
- dymny στα ελληνικά - καπνιστός, καπνιστή, smoky, καπνό, καπνιστού
- grant στα ελληνικά - χορηγώ, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, ...
- inkorporacja στα ελληνικά - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
Τυχαίες λέξεις
Sprostować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικρούω, αναιρώ, διορθώνω, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις: αντικρούω, αναιρώ, διορθώνω, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή