Srożyć στα ελληνικά
Μετάφραση: srożyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανία, οργή, φουντώνω, λυσσομανώ, μαίνεται, μαίνονται, που μαίνεται, οργιμένος, ορμητικό
Μεταφράσεις
- bezpłatnie στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- drozd στα ελληνικά - τσίχλα, άφθες, την τσίχλα, τσιχλών, άφθα
- dźwignąć στα ελληνικά - σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
- egzemplifikacja στα ελληνικά - εξήγηση μέσω παραδείγματος, Παραδειγματική, παραδειγματισμό, επεξήγηση, παραδειγματισμός
Τυχαίες λέξεις
Srożyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανία, οργή, φουντώνω, λυσσομανώ, μαίνεται, μαίνονται, που μαίνεται, οργιμένος, ορμητικό
Μεταφράσεις: μανία, οργή, φουντώνω, λυσσομανώ, μαίνεται, μαίνονται, που μαίνεται, οργιμένος, ορμητικό