Stłumienie στα ελληνικά
Μετάφραση: stłumienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστολή, απόκρυψη, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomowość στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
- biały στα ελληνικά - λευκό, λευκός, άσπρος, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- dekret στα ελληνικά - διάταγμα, θεσπίζω, παραγγέλλω, προσταγή, διάγγελμα, παραγγελία, θέσπισμα, ...
- fermentować στα ελληνικά - βράζω, ένζυμο, ζύμη, αναβράζω, βρασμός, ζυμώσεις
Τυχαίες λέξεις
Stłumienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστολή, απόκρυψη, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Μεταφράσεις: καταστολή, απόκρυψη, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή