Stanowczo στα ελληνικά

Μετάφραση: stanowczo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθερά, σφικτά, δυνατά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά
Stanowczo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwzględność στα ελληνικά - αυστηρότητα, ασπλαχνιά, σκληρότητα, στυγνό χαρακτήρα, στυγνό, ασπλαχνία
  • dalmierz στα ελληνικά - αποστασιόμετρο, αναζήτηση εύρους, μετρητή αποστάσεων, μετρητή αποστάσεων με, τηλέμετρο
  • demonetyzacja στα ελληνικά - δαίμονας, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων, demon
  • interpolator στα ελληνικά - παρεισάγων, νοθευτής, παρεμβολής, παρεμβολέα
Τυχαίες λέξεις
Stanowczo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθερά, σφικτά, δυνατά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά