Stopa στα ελληνικά

Μετάφραση: stopa, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόδι, τιμή, γλώσσα, πέλμα, αναλογία, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Stopa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cement στα ελληνικά - μπετό, λάσπη, τσιμέντο, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
  • docieranie στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • fotografowanie στα ελληνικά - φωτογραφία, φωτογραφιών, φωτογραφίας, τη φωτογραφία, φωτογράφηση
  • frustrować στα ελληνικά - απογοητεύω, ανατρέπω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση
Τυχαίες λέξεις
Stopa στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόδι, τιμή, γλώσσα, πέλμα, αναλογία, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού