Stowarzyszać στα ελληνικά
Μετάφραση: stowarzyszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέσχη, ρόπαλο, προσχωρώ, προσκτώμαι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Μεταφράσεις
- bujny στα ελληνικά - ενθουσιώδης, βαθμολογώ, βαθμός, κατατάσσω, αχαλίνωτος, άφθονος, βαθμίδα, ...
- ciągnik στα ελληνικά - τρακτέρ, ελκυστήρα, ελκυστήρας, ελκυστήρων, του ελκυστήρα
- faksować στα ελληνικά - φαξ, fax
- gruntować στα ελληνικά - βάθρο, έδαφος, οργιά, προσαράσσω, γη, ευτελής, γεμάτοι, ...
Τυχαίες λέξεις
Stowarzyszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέσχη, ρόπαλο, προσχωρώ, προσκτώμαι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Μεταφράσεις: λέσχη, ρόπαλο, προσχωρώ, προσκτώμαι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη