Substancja στα ελληνικά
Μετάφραση: substancja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοιάζομαι, υπόθεση, ύλη, ουσία, θέμα, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baretka στα ελληνικά - κορδέλα, κορδέλλα, ταινία, ταινίας, κορδέλας
- demiurg στα ελληνικά - Δημιουργός, δημιουργό, Δημιουργού, Demiurge, άφιξη του Δημιουργού
- dziedzictwo στα ελληνικά - κειμήλιο, κληρονομιά, σειρά, διαδοχή, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Substancja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοιάζομαι, υπόθεση, ύλη, ουσία, θέμα, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Μεταφράσεις: νοιάζομαι, υπόθεση, ύλη, ουσία, θέμα, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες