Szczędzić στα ελληνικά

Μετάφραση: szczędzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μνησικακία, άχτι, μνησικακία του, τη μνησικακία, κακία
Szczędzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrześniak στα ελληνικά - βαφτιστικός, κόρη, βαφτιστήρι, βαφτιστικού, Godson, βαφτιστικός της, βαφτισιμιών
  • grudkowanie στα ελληνικά - σφαιροποίησης, pelletizing, σφαιροποίηση, σφαιριοποίηση, σβωλοποίησης
  • harcować στα ελληνικά - ανορθούμαι, υπερήφανος, κορδώνομαι, πήδημα ίππου, αναπηδώ
  • hiacynt στα ελληνικά - υάκινθος, υάκινθου, υακίνθου, υάκυνθος, υάκινθος του
Τυχαίες λέξεις
Szczędzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μνησικακία, άχτι, μνησικακία του, τη μνησικακία, κακία