Szczęk στα ελληνικά

Μετάφραση: szczęk, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίζω, πάταγος, φλυαρώ, κλαγγή, αντιπαράθεση, αψιμαχία, προσκρούω, κροτώ, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Szczęk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aresztowanie στα ελληνικά - συλλαμβάνω, σπασμός, σύλληψη, ταραχή, φόβος, συλλάβει, συλλάβουν, ...
  • bezinteresowność στα ελληνικά - ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας, η ανιδιοτέλεια, την ανιδιοτέλεια, της ανιδιοτέλειας
  • czyściec στα ελληνικά - καθαρτήριο, το καθαρτήριο, καθαρτηρίου, Άδη, κολαστήριο
  • dentystyczny στα ελληνικά - οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές
Τυχαίες λέξεις
Szczęk στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίζω, πάταγος, φλυαρώ, κλαγγή, αντιπαράθεση, αψιμαχία, προσκρούω, κροτώ, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή