Tchnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: tchnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπνέω, εμπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Tchnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • azylant στα ελληνικά - άσυλο, ασυλία, αιτών άσυλο, αιτούντα άσυλο, αιτούντων άσυλο, αιτούντος άσυλο, αιτούντες άσυλο
  • brzuchomówstwo στα ελληνικά - εγγαστριμυθία
  • duchowy στα ελληνικά - πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
  • farmakolog στα ελληνικά - φαρμακολόγος, φαρμακολόγου, φαρμακολόγο, φαρμακοποιός, φαρμακολόγος που
Τυχαίες λέξεις
Tchnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπνέω, εμπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει