Triumfować στα ελληνικά

Μετάφραση: triumfować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρούνα, θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
Triumfować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolutnie στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
  • dewaluacja στα ελληνικά - υποτίμηση, υποτίμησης, υποτίμηση του, την υποτίμηση, η υποτίμηση
  • dzierżyć στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, χειρίζομαι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
  • gram-siła στα ελληνικά - G-Force, δύναμη g, αριθμό g
Τυχαίες λέξεις
Triumfować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρούνα, θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό