Triumfować στα ελληνικά
Μετάφραση: triumfować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρούνα, θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
![Triumfować στα ελληνικά Triumfować στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pl-gr-32588.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutnie στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
- dewaluacja στα ελληνικά - υποτίμηση, υποτίμησης, υποτίμηση του, την υποτίμηση, η υποτίμηση
- dzierżyć στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, χειρίζομαι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
- gram-siła στα ελληνικά - G-Force, δύναμη g, αριθμό g
Τυχαίες λέξεις
Triumfować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρούνα, θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
Μεταφράσεις: κουρούνα, θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό