Trwanie στα ελληνικά
Μετάφραση: trwanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, διάρκεια, όρθιος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autoryzowany στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- borta στα ελληνικά - μπορντούρα, περίγραμμα, τρόχισμα, τελείωμα, προστατευτικά αστραγάλων
- izabella στα ελληνικά - Izabella, Ιζαμπέλα, Η Izabella
Τυχαίες λέξεις
Trwanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, διάρκεια, όρθιος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Μεταφράσεις: κύρος, διάρκεια, όρθιος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια