Tryśnięcie στα ελληνικά
Μετάφραση: tryśnięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβλύζω, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automobilizm στα ελληνικά - οδήγηση, αυτοκίνησης, αυτοκίνηση, αυτοκινήτου, αυτοκινητιστών
- dobiegać στα ελληνικά - μέθοδος, προσέγγιση, πλησιάζω, προσεγγίζω, ακουστεί, ακούγεται στο, ακουστεί σε, ...
- geopolityka στα ελληνικά - γεωπολιτική, γεωπολιτικής, γεωπολιτικά, τη γεωπολιτική, η γεωπολιτική
- indukcyjność στα ελληνικά - επαγωγή, αυτεπαγωγή, αυτεπαγωγής, επαγωγής, επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Tryśnięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβλύζω, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις: αναβλύζω, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης