Uchwycić στα ελληνικά
Μετάφραση: uchwycić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφίγγω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, αιχμαλωσία, συλλαμβάνω, κατάσχω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bystrooki στα ελληνικά - ανοιχτομάτης, έχει κοφτερό μάτι, κοφτερό μάτι, οποίος έχει κοφτερό μάτι
- dehumanizacja στα ελληνικά - απανθρωποίηση, απανθρωποποίηση, απανθρωπίζοντάς, απανθρωποποίησης, απανθρωπισμό
- impresario στα ελληνικά - διευθυντής θέατρου, ιμπρεσάριος, θιασάρχη, ατζέντης, ιμπρεσάριο
Τυχαίες λέξεις
Uchwycić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφίγγω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, αιχμαλωσία, συλλαμβάνω, κατάσχω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: σφίγγω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, αιχμαλωσία, συλλαμβάνω, κατάσχω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα