Udoskonalać στα ελληνικά
Μετάφραση: udoskonalać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνομαι, πρόοδος, προχωρώ, αναβαθμίζω, προκαταβάλλω, βελτιώνω, προβαίνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biseksualny στα ελληνικά - αμφιφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλοι, αμφισεξουαλικών, αμφιφυλόφιλους
- domierzać στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, μετρήσετε, μέτρο έξω, μετρήσει τις, measure out, λειτουργία measure out
- druzgocący στα ελληνικά - σύνθλιψη, σύνθλιψης, συντριβή, θραύση, θραύσης
- gorzała στα ελληνικά - μεθυστικά ποτά, Χουτς
Τυχαίες λέξεις
Udoskonalać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνομαι, πρόοδος, προχωρώ, αναβαθμίζω, προκαταβάλλω, βελτιώνω, προβαίνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: βελτιώνομαι, πρόοδος, προχωρώ, αναβαθμίζω, προκαταβάλλω, βελτιώνω, προβαίνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν