Udowodnienie στα ελληνικά

Μετάφραση: udowodnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειστήριο, εκδήλωση, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
Udowodnienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cynowany στα ελληνικά - κονσέρβες, κονσερβοποιημένα, κονσέρβα, τις κονσέρβες, κονσερβών
  • fachowiec στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, επαγγελματικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, ...
  • fiksować στα ελληνικά - διθυραμβικός, ενθουσιώδης, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές
  • impertynent στα ελληνικά - αυθάδες παιδίο
Τυχαίες λέξεις
Udowodnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειστήριο, εκδήλωση, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη