Układać στα ελληνικά
Μετάφραση: układać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, ρίξιμο, τακτοποιώ, λιμάρω, ξαπλώνω, επιτελείο, αποτελώ, πίφερο, συμφωνώ, συγκροτώ, υποβάλλω, συνθέτω, κανονίζω, στρώνω, βολή, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brzydko στα ελληνικά - απαίσια, άσχημος, άσχημο, άσχημη, άσχημα, άσχημες
- chwalca στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
- clić στα ελληνικά - ελευθερώνω, έκδηλος, διαυγής, εναργής, Clic
- dokładać στα ελληνικά - φτιάχνω, κάνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προσθέτω, ρητή, σαφής, ...
Τυχαίες λέξεις
Układać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, ρίξιμο, τακτοποιώ, λιμάρω, ξαπλώνω, επιτελείο, αποτελώ, πίφερο, συμφωνώ, συγκροτώ, υποβάλλω, συνθέτω, κανονίζω, στρώνω, βολή, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: κοσμικός, ρίξιμο, τακτοποιώ, λιμάρω, ξαπλώνω, επιτελείο, αποτελώ, πίφερο, συμφωνώ, συγκροτώ, υποβάλλω, συνθέτω, κανονίζω, στρώνω, βολή, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα