Umotywować στα ελληνικά
Μετάφραση: umotywować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, δικαιολογώ, παρακινήσει, κίνητρα, κίνητρο, δοθούν κίνητρα, παρακινήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beznasienny στα ελληνικά - άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι
- budżetowy στα ελληνικά - χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
- huzar στα ελληνικά - ουσσάρος, ιππέας, Ουσάρος, ιππεύς, Hussar
Τυχαίες λέξεις
Umotywować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, δικαιολογώ, παρακινήσει, κίνητρα, κίνητρο, δοθούν κίνητρα, παρακινήσουν
Μεταφράσεις: δικαιώνω, δικαιολογώ, παρακινήσει, κίνητρα, κίνητρο, δοθούν κίνητρα, παρακινήσουν