Upolować στα ελληνικά

Μετάφραση: upolować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτινάσσω, πυροβολώ, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Upolować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defibrylator στα ελληνικά - απινιδωτή, απινιδωτής, defibrillator, του απινιδωτή, απινιδωτών
  • duszenie στα ελληνικά - σιγοβράζω, υποθάλπω, ασφυξία, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
  • fanatycznie στα ελληνικά - φανατικά, φανατισμό, με φανατισμό, φανατικοί, φανατικά το
  • iloczas στα ελληνικά - ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, την ποσότητα
Τυχαίες λέξεις
Upolować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτινάσσω, πυροβολώ, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν