Uprawomocnić στα ελληνικά

Μετάφραση: uprawomocnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Uprawomocnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defilowanie στα ελληνικά - ξεφουσκώνει, ξεφούσκωμα, αποπληθωρισμό, αποπληθωρισμού, το ξεφούσκωμα
  • dezorganizować στα ελληνικά - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
  • dźwigienka στα ελληνικά - γλιστρώ, τσουλήθρα, μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού
  • emulsja στα ελληνικά - γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
Τυχαίες λέξεις
Uprawomocnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν