Uprzedzić στα ελληνικά
Μετάφραση: uprzedzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προδικάζω, προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aromatycznie στα ελληνικά - αρωματικώς, αρωματικά
- bezsęczny στα ελληνικά - χωρίς κόμπους, χωρίς ρόζους
- bibularz στα ελληνικά - σημειωματάριο, να γραψίματος, γραψίματος, Παράθυρο γραψίματος
- dymać στα ελληνικά - διογκώνω, φουσκώνω, εξογκώνω, αερόστατο, μπαλόνι, βιασύνη, βιάζεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Uprzedzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προδικάζω, προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω
Μεταφράσεις: προδικάζω, προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω