Urabiać στα ελληνικά

Μετάφραση: urabiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδίζω, νικώ, σχηματίζω, μούχλα, διαμορφώνω, σχήμα, μορφώνω, μαλάζω, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
Urabiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dysponować στα ελληνικά - κανονίζω, έχε, έχω, τακτοποιώ, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, ...
  • fleksyjny στα ελληνικά - inflexive
  • graficznie στα ελληνικά - γραφικά, γραφικής, γραφικώς, γραφική, γραφικής παραστάσεως
  • grasować στα ελληνικά - τριγυρίζω, κυνήγι, prowl, Ψιψίνα, αρπαγή
Τυχαίες λέξεις
Urabiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδίζω, νικώ, σχηματίζω, μούχλα, διαμορφώνω, σχήμα, μορφώνω, μαλάζω, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα