Usługiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: usługiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδοκώ, περίμενε, υπηρετώ, αναμένω, θαλαμηπόλος, περιμένω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Usługiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • automatyzm στα ελληνικά - αυτοματισμό, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματισμούς, αυτοματισμών
  • cudny στα ελληνικά - ωραίος, θαυμάσιος, έξοχος, όμορφος, περικαλλής, ωραίας, beauteous, ...
  • cynaderka στα ελληνικά - νεφρό
  • eratyczny στα ελληνικά - ασταθής, ακανόνιστη, ασταθείς, ακανόνιστες, ασταθή
Τυχαίες λέξεις
Usługiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδοκώ, περίμενε, υπηρετώ, αναμένω, θαλαμηπόλος, περιμένω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν