Usprawiedliwić στα ελληνικά

Μετάφραση: usprawiedliwić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, ένταλμα, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Usprawiedliwić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aeronautyczny στα ελληνικά - αεροναυτικών, αεροναυτική, αεροναυτικά, αεροναυπηγικής, αεροναυτικές
  • dopinanie στα ελληνικά - καρφώνει, εναποθέτει, εναποθέτουν, εναποθέτουν τις, ανάρτηση
  • dług στα ελληνικά - μήκος, δασμοί, καθήκον, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Usprawiedliwić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, ένταλμα, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν