Uszanować στα ελληνικά

Μετάφραση: uszanować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεβασμός, περισσευούμενος, χαρίζω, περισσεύω, σέβομαι, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά
Uszanować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brawurowy στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
  • bąk στα ελληνικά - αεράκι, κορυφή, αύρα, είδος ερωδίου, Bittern, ήταυρος, τρανομουγκάνα, ...
  • dać στα ελληνικά - ποδοκόπι, συνεισφέρω, πουρμπουάρ, παραδίνω, δίνω, αιχμή, ρεγάλο, ...
  • dogrzać στα ελληνικά - καίω, ζεσταίνω, θερμαίνω, ζέστη, καψαλίζω, ζεστός, θερμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Uszanować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεβασμός, περισσευούμενος, χαρίζω, περισσεύω, σέβομαι, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά