Uzasadnić στα ελληνικά

Μετάφραση: uzasadnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεκμηριώνω, δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Uzasadnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blaknąć στα ελληνικά - ξεθωριάζω, κλίνω, αιμορραγώ, ξεπεσμός, ματώνω, μαρασμός, ξεθωριάζει, ...
  • dewiator στα ελληνικά - παρεκκλίνουσας, παρεκτραπείσας, αθετούντος, παρεκκλίνουσας επιχείρησης
  • etykieta στα ελληνικά - εθιμοτυπία, εισιτήριο, ετικέτα, επιγραφή, σήμα, ετικέτας, σήματος
  • fikać στα ελληνικά - κλοτσώ, πηδώ, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, hop, χοπ
Τυχαίες λέξεις
Uzasadnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεκμηριώνω, δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν