Uzasadniać στα ελληνικά
Μετάφραση: uzasadniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, αφορμή, ιδρύω, τεκμηριώνω, βρήκα, εγγυώμαι, εχέγγυο, συγχωρώ, δικαιολογία, αντίκρισμα, εγγύηση, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antylogarytm στα ελληνικά - antilog, αντιλογάριθμος, αντιλογάριθμο, τον αντιλογάριθμο, αντιλογάριθμο του
- belfer στα ελληνικά - ράμφος, καθηγήτρια, δασκάλα, δάσκαλος, καθηγητής, το ράμφος, ράμφους, ...
- glansować στα ελληνικά - βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, γυαλίζω, λουστράρω
Τυχαίες λέξεις
Uzasadniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, αφορμή, ιδρύω, τεκμηριώνω, βρήκα, εγγυώμαι, εχέγγυο, συγχωρώ, δικαιολογία, αντίκρισμα, εγγύηση, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: δικαιώνω, αφορμή, ιδρύω, τεκμηριώνω, βρήκα, εγγυώμαι, εχέγγυο, συγχωρώ, δικαιολογία, αντίκρισμα, εγγύηση, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν