Uzupełnić στα ελληνικά

Μετάφραση: uzupełnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, περατώνω, ολοκληρώνω, συμπληρώνω, ολόκληρος, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Uzupełnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • białozór στα ελληνικά - μεγάλο γεράκι των πολικών χωρών
  • etiuda στα ελληνικά - σπουδές, μελέτη, σπουδάζω, γραφείο, μελέτης, σπουδών, έρευνα, ...
  • fulmar στα ελληνικά - ΡιιΙγπ, Fulmar
  • getto στα ελληνικά - γκέττο, γκέτο, γκέτο της, του γκέτο
Τυχαίες λέξεις
Uzupełnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, περατώνω, ολοκληρώνω, συμπληρώνω, ολόκληρος, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα