Wątpić στα ελληνικά

Μετάφραση: wątpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερώτημα, διεκδικώ, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, ανακρίνω, ερώτηση, διένεξη, διαφωνία, ζήτημα, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Wątpić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aksamitny στα ελληνικά - βελούδο, βελούδινο, βελούδινη, βελούδινα, βελούδινες
  • deflagracja στα ελληνικά - κατάκαυση, ανάφλεξη, ανάφλεξης, από ανάφλεξη, την ανάφλεξη
  • dzierżymorda στα ελληνικά - τύραννος, τύραννο, τυράννου, τύραννου, τον τύραννο
  • instrumentalny στα ελληνικά - instrumental, καθοριστικής, οργανική, ρόλο, καθοριστική
Τυχαίες λέξεις
Wątpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερώτημα, διεκδικώ, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, ανακρίνω, ερώτηση, διένεξη, διαφωνία, ζήτημα, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση