Władczy στα ελληνικά
Μετάφραση: władczy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσποτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezzwłoczność στα ελληνικά - φόρα, τρέχω, επισπεύδω, ταχύτητα, προθυμία, έγκαιρη, Η έγκαιρη, ...
- ceramika στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
- cisnąć στα ελληνικά - στριμώχνω, σμήνος, στύβω, ζουλώ, σμάρι, βουτώ, τσιμπώ, ...
- dorobek στα ελληνικά - σπίτι, περιουσία, παραγωγή, απόκτηση, ευτυχία, απόκτημα, ακίνητο, ...
Τυχαίες λέξεις
Władczy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσποτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Μεταφράσεις: δεσποτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο