Οργισμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wściekły, gniewny, zły, rozgniewany, zaciekły, gniewne, groźna, gniewnej, gniewną
Οργισμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργισμένος

οργισμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, οργισμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • οργανικός στα πολωνικά - narządowy, organiczny, ekologiczny, organiczną, organiczne, organicznych, organiczna
  • οργιά στα πολωνικά - zgłębiać, zrozumieć, sążeń, gruntować, sondować, pojąć, rozumieć, ...
  • οργωτής στα πολωνικά - oracz, orgotis
  • οργώνω στα πολωνικά - pług, oblać, orać, przeorać, zaorać, plow, pługa, ...
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wściekły, gniewny, zły, rozgniewany, zaciekły, gniewne, groźna, gniewnej, gniewną