Wadliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: wadliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπαθής, φαύλος, ελαττωματικός, ελλιπής, κακόβουλος, ελλειπτικός, μοχθηρός, αισχρός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bandażowanie στα ελληνικά - επίδεση, επίδεσης, περίδεση, επιδέσμων, επίδεσμος
- barman στα ελληνικά - μπάρμαν, BarTender, του BarTender, το BarTender
- bryja στα ελληνικά - λίπος, slush, λάσπη χιονιού, μισολειωμένο, μισολειωμένο προϊόν
- buzować στα ελληνικά - τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τροφοδοτώ, Stoke, Στόουκ, του Stoke, ...
Τυχαίες λέξεις
Wadliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπαθής, φαύλος, ελαττωματικός, ελλιπής, κακόβουλος, ελλειπτικός, μοχθηρός, αισχρός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Μεταφράσεις: εμπαθής, φαύλος, ελαττωματικός, ελλιπής, κακόβουλος, ελλειπτικός, μοχθηρός, αισχρός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική