Wanna στα ελληνικά

Μετάφραση: wanna, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέλω, έλλειψη, ανάγκη, μπάνιο, σαπιοκάραβο, μπανιέρα, λουτρό, μπανιέρα με
Wanna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akcentować στα ελληνικά - στρες, άγχος, τόνος, τονίζω, πίεση, το άγχος, άγχους
  • całonocny στα ελληνικά - nightlong
  • doradzać στα ελληνικά - συνιστώ, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
  • integralność στα ελληνικά - ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
Τυχαίες λέξεις
Wanna στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέλω, έλλειψη, ανάγκη, μπάνιο, σαπιοκάραβο, μπανιέρα, λουτρό, μπανιέρα με