Wchłaniać στα ελληνικά
Μετάφραση: wchłaniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξομοιώνω, καταπίνω, χελιδόνι, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dodatni στα ελληνικά - θετικός, συν, πρόσθετος, επιπρόσθετος, θετική, θετικό, θετικά, ...
- doliczać στα ελληνικά - ηχογραφώ, προσθέτω, καταγράφω, δίσκος, ρεκόρ, υπερφόρτιση, υπερφορτίζω, ...
- hokej στα ελληνικά - χόκεϊ, χόκεϊ επί, χόκεϋ, hockey, του χόκεϊ
- inflacja στα ελληνικά - πληθωρισμός, πληθωρισμού, πληθωρισμό, τον πληθωρισμό, του πληθωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Wchłaniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξομοιώνω, καταπίνω, χελιδόνι, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Μεταφράσεις: εξομοιώνω, καταπίνω, χελιδόνι, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει