Wdzierać στα ελληνικά
Μετάφραση: wdzierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, καταπατούν, σφετερισμό, σφετερίζονται, εισβάλει, θίξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amfibologia στα ελληνικά - αμφισημία
- czekolada στα ελληνικά - σοκολάτα, σοκολάτας, τη σοκολάτα, της σοκολάτας, η σοκολάτα
- gigabajt στα ελληνικά - gigabyte, Η GIGABYTE, της GIGABYTE, την GIGABYTE
- hemoroidalny στα ελληνικά - αιμορροϊδική, αιμορροϊδικό, hemorrhoidal, αιμορροϊδικές, αιμορροϊδικής
Τυχαίες λέξεις
Wdzierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, καταπατούν, σφετερισμό, σφετερίζονται, εισβάλει, θίξει
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, καταπατούν, σφετερισμό, σφετερίζονται, εισβάλει, θίξει