Werbować στα ελληνικά

Μετάφραση: werbować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, εντάσσω, αναστηλώνω, υψώνω, στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, ανατρέφω, κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
Werbować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • areszt στα ελληνικά - γόμφος, παρακράτηση, κοινός, φύλαξη, διάταξη, κηδεμονία, προσοχή, ...
  • dystrakcja στα ελληνικά - αναψυχή, περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
  • imputowanie στα ελληνικά - καταλόγιζε, καταλογίζοντας, καταλογίζοντάς, καταλογίζοντας την, τον καταλογισμό
Τυχαίες λέξεις
Werbować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, εντάσσω, αναστηλώνω, υψώνω, στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, ανατρέφω, κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν