Νεοσύλλεκτος στα πολωνικά

Μετάφραση: νεοσύλλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
werbować, rekrutować, rekrut, inductee
Νεοσύλλεκτος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεοσύλλεκτος

νεοσύλλεκτος αγγλικα, νεοσύλλεκτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, νεοσύλλεκτος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • νεκρό στα πολωνικά - neutralność, bezstronny, pipeta, obojętny, zerowy, neutralny, martwy, ...
  • νεκρός στα πολωνικά - martwienie, pewny, całkowicie, martwe, martwota, panichida, nieboszczyk, ...
  • νεράιδα στα πολωνικά - czarodziejski, gej, czarowny, wróżka, bajeczny, ciota, czarodziejka, ...
  • νεροποντή στα πολωνικά - ulewa, deszcz, rynnowe, ulewy, downpour, ulewę
Τυχαίες λέξεις
Νεοσύλλεκτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: werbować, rekrutować, rekrut, inductee