Wietrzyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wietrzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμόσφαιρα, οσμή, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, αερίζω, αέρας, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Wietrzyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cynować στα ελληνικά - κονσέρβα, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
  • ewoluować στα ελληνικά - αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί
  • garncarz στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
  • gaus στα ελληνικά - Gauss, του Gauss, Γκάους
Τυχαίες λέξεις
Wietrzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμόσφαιρα, οσμή, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, αερίζω, αέρας, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται