Wkręt στα ελληνικά
Μετάφραση: wkręt, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίδα, βιδώνω, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpotomny στα ελληνικά - άτεκνος, άτεκνα, χωρίς παιδιά, άτεκνοι, άτεκνες
- bój στα ελληνικά - φοβάμαι, καταπολεμώ, μάχομαι, φόβος, αγώνας, μάχη, πάλη, ...
- cichobieżny στα ελληνικά - χαμηλού θορύβου, χαμηλά επίπεδα θορύβου, χαμηλό θόρυβο, χαμηλός θόρυβος, χαμηλή στάθμη θορύβου
Τυχαίες λέξεις
Wkręt στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό