Wkroczenie στα ελληνικά

Μετάφραση: wkroczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, καταπάτηση, προσβολή, διείσδυσης, επέμβαση, καταπάτησης
Wkroczenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czwartek στα ελληνικά - Πέμπτη, Πέμπτης, της Πέμπτης, την Πέμπτη
  • dofinansowanie στα ελληνικά - υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, χορηγώ, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, ...
  • floret στα ελληνικά - αποτρέπω, ματαιώνω, φύλλο, φύλλου, αλουμινόχαρτο, έλασμα, λεπτό φύλλο
  • gawędziarz στα ελληνικά - διηγηματολόγος, ανεκδοτολόγος, καλός αφηγητής, αφηγητή, αφηγητής
Τυχαίες λέξεις
Wkroczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, καταπάτηση, προσβολή, διείσδυσης, επέμβαση, καταπάτησης