Wmurować στα ελληνικά

Μετάφραση: wmurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, περιζώνω, χτίζω, κορμοστασιά, μπήγω, ανάστημα, μπόι, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, Ενσωματώστε το, να ενσωματώσετε
Wmurować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aeronautyczny στα ελληνικά - αεροναυτικών, αεροναυτική, αεροναυτικά, αεροναυπηγικής, αεροναυτικές
  • alniko στα ελληνικά - κράμα αργιλίου, νικελίου, κοβαλτίου και σίδηρου με σταθερό μαγνητισμό, Alnico, alnico μαγνήτες, Αΐηίοο
  • dekatyzować στα ελληνικά - συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, ...
  • dowolnie στα ελληνικά - δωρεάν, τσάμπα, απεριόριστα, ελεύθερα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, ελεύθερης, ...
Τυχαίες λέξεις
Wmurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιζώνω, χτίζω, κορμοστασιά, μπήγω, ανάστημα, μπόι, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, Ενσωματώστε το, να ενσωματώσετε