Worek στα ελληνικά

Μετάφραση: worek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, τσάντα, απολύω, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Worek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akomodacja στα ελληνικά - στεγαστικός, κατάλυμα, στέγαση, καταλύματα, διαμονή, διαμονής
  • akrobata στα ελληνικά - ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
  • girlsa στα ελληνικά - κορίτσια, Τα κορίτσια, Girls, κορίτσια που, των κοριτσιών
  • heroizm στα ελληνικά - ηρωϊσμός, ηρωισμό, ηρωισμού, τον ηρωισμό, ηρωισμός
Τυχαίες λέξεις
Worek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, τσάντα, απολύω, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας